ἔνισχνος

ἔνισχνος
ἔνισχνος, ον,
A somewhat thin, slight, Nic.Al.147, Cat.Cod.Aslr.7.196.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ένισχνος — ἔνισχνος, ον (Α) [ισχνός] κάπως ισχνός, λεπτός, μακρουλός …   Dictionary of Greek

  • ἐνίσχνους — ἔνισχνος somewhat thin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνισχνα — ἔνισχνος somewhat thin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”